Αρχική Χάρτης Πλοήγησης Αναζήτηση
 

 
Είναι μεγάλη χαρά για μένα να βρίσκομαι σήμερα ανάμεσα σας προκειμένου να συμμετάσχω σε αυτήν την συνάντηση, η οποία πραγματοποιείται στην Αθήνα, την πόλη στην οποία πριν είκοσι ακριβώς χρόνια πήρε σάρκα και οστά ο θεσμός της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης. Ένας θεσμός, ο οποίος γεννήθηκε χάρη στην πρωτοβουλία μιας μεγάλης Ελληνίδας, της αξέχαστης Υπουργού Πολιτισμού της Ελλάδος και αγαπημένης φίλης Μελίνας Μερκούρη. Και είναι ιδιαίτερα ευχάριστο ότι σήμερα- είκοσι χρόνια μετά- η ελληνική παρουσία παραμένει εξίσου έντονη και δημιουργική στο Δίκτυο των Πολιτιστικών Πρωτευουσών της Ευρώπης, το οποίο συγκεντρώνει τους ανθρώπους οι οποίοι συμμετείχαν στο σχεδιασμό και στην οργάνωση των προηγούμενων πολιτιστικών πρωτευουσών και πολιτιστικών μηνών. Ένα δίκτυο, το οποίο διευρύνεται συνεχώς κάθε χρόνο και προσφέρει τη συσσωρεμένη εμπειρία είκοσι ετών προκειμένου να αποκτήσει ο θεσμός των πολιτιστικών πρωτευουσών, αλλά και γενικότερα η πολιτιστική πολιτική της Ένωσης, έναν έγκυρο σύμβουλο. *** Είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για τη μεγάλη σημασία του θεσμού των Πολιτιστικών Πρωτευουσών της Ευρώπης χωρίς να περιπέσει σε κοινοτυπίες και επαναλήψεις. Οι πολιτιστικές πρωτεύουσες παραμένουν σήμερα ο μεγαλύτερος και καλύτερα οργανωμένος πολιτιστικός θεσμός της Ευρώπης. Καμία άλλη από τις πολιτιστικές δράσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχει σήμερα την ίδια εμβέλεια και κυρίως τη ίδια προβολή και μαζική συμμετοχή από την πλευρά των πολιτών. Επιπλέον, είναι δύσκολο να σκεφτούμε πολλές άλλες σύγχρονες ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες στον τομέα του πολιτισμού, οι οποίες να έχουν αποτελέσει πρότυπο για την ανάπτυξη αντίστοιχων θεσμών σε άλλα μέρη του κόσμου, όπως στη Βόρεια και Νότια Αμερική, στις Αραβικές Χώρες, στη Ρωσία, στον Καναδά και στον Ειρηνικό. Τα οφέλη τα οποία αποκομίζουν οι πόλεις οι οποίες έχουν την ευκαιρία να χριστούν Πολιτιστικές Πρωτεύουσες της Ευρώπης δεν περιορίζονται στο χρονικό διάστημα της προετοιμασίας και διεξαγωγής των εκδηλώσεων. Συνήθως - και αυτό είναι το ζητούμενο - η ανακήρυξη μιας πόλης σε Πολιτιστική Πρωτεύουσα αποτελεί μοναδική ευκαιρία για να δημιουργηθούν πολιτιστικές υποδομές, οι οποίες παραμένουν στο διηνεκές συμβάλλοντας στο πολιτιστικό κεφάλαιο της πόλης. Παράλληλα, αποτελεί παράγοντα ευρύτερων αλλαγών στην ίδια την πόλη και στη ζωή των κατοίκων της. Δεν είναι λίγα τα παραδείγματα πόλεων που απέκτησαν σύγχρονα θέατρα ή ανακαίνισαν τα υπάρχοντα. Επιπρόσθετα δε ανακαίνισαν τις όψεις των δρόμων, αναστήλωσαν παλαιά κτίρια, ανέδειξαν ιστορικές πλατείες και βελτίωσαν το σύστημα των μέσων μαζικής μεταφοράς μεταμορφώνοντας μέσα σε ένα σχετικά μικρό χρονικό διάστημα την πόλη και καθιστώντας την πιο όμορφη, πιο φιλική, αλλά πολλές φορές και πιο ενδυναμωμένη ως προς τη θέση της και το κύρος σε εθνικό ή και ευρωπαϊκό επίπεδο. Η ανάθεση του χρίσματος σε μία πόλη έχει επίσης διαρκή και θετικό αντίκτυπο στην πολιτιστική, τουριστική και στην εν γένει ανάπτυξή της. Το ενδιαφέρον των πολιτών της για τον πολιτισμό αυξάνεται, δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας, αναβαθμίζεται η πολιτισμική εκπαίδευση, αναπτύσσεται η ιδέα του εθελοντισμού, ενισχύεται ο θεσμός των χορηγιών, ανακαλύπτονται νέα ταλέντα από την τοπική κοινωνία. Με άλλα λόγια δημιουργείται μια ισχυρή πολιτιστική παρακαταθήκη για το μέλλον. *** Η εμπειρία έχει όμως δείξει ότι κάποιες συγκεκριμένες όψεις του καταξιωμένου θεσμού των πολιτιστικών πρωτευουσών έχουν ανάγκη περαιτέρω βελτιώσεων. Το κύριο ζητούμενο είναι η βελτίωση της μεθόδου επιλογής των πολιτιστικών πρωτευουσών, καθώς επίσης και η ενίσχυση της ευρωπαϊκής διάστασης των προγραμμάτων τους. Πράγματι, η ισχύουσα σήμερα διαδικασία ορισμού της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης σύμφωνα με την απόφαση του 1999 δίνει τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να προτείνουν μία μόνο πόλη στο Συμβούλιο Υπουργών το οποίο είναι αρμόδιο να δώσει το χρίσμα. Έτσι, μετά την έναρξη ισχύος της απόφασης του 1999, κανένα κράτος μέλος, με εξαίρεση την Ιρλανδία, δεν πρότεινε περισσότερες από μία πόλη. Συνεπώς, το σημερινό θεσμικό πλαίσιο δεν διασφαλίζει συνθήκες ανταγωνισμού οι οποίες θα οδηγήσουν στην επιλογή της καλύτερης υποψηφιότητας, ενώ ο ρόλος της κριτικής επιτροπής, η οποία γνωμοδοτεί, καθίσταται ουσιαστικά διακοσμητικός. Ένα άλλο σημαντικό θέμα είναι η έλλειψη πολλές φορές ευρωπαϊκής διάστασης στα προγράμματα των πόλεων που έχουν οριστεί πολιτιστικές πρωτεύουσες, κάτι το οποίο είναι οπωσδήποτε απαραίτητο για έναν θεσμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Επιτροπή Πολιτισμού και Παιδείας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της οποίας έχω την τιμή να είμαι Πρόεδρος και η οποία είναι η αρμόδια επιτροπή για κάθε νομοθετική πρόταση που αφορά στις πολιτιστικές πρωτεύουσες της Ευρώπης, έχει αφιερώσει τον τελευταίο καιρό πολύ χρόνο αναλύοντας και αναδεικνύοντας τα προβλήματα αυτά και έχει προτείνει λύσεις ήδη από την προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο (1999-2004) με την έκθεση του προκατόχου μου στην προεδρία της επιτροπής κ. Μισέλ Ροκάρ. Δυστυχώς οι προτάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν εισακούστηκαν τότε. Έτσι η τροποποίηση της απόφασης του 1999 περιορίστηκε στην επέκταση μόνο του θεσμού στα νέα κράτη-μέλη, προσθέτοντας τις νέες χώρες στον υπάρχοντα κατάλογο των χωρών ο οποίος έχει καθοριστεί μέχρι το 2019. Έτσι, από το 2009 έως το 2018 θα έχουμε δύο πολιτιστικές πρωτεύουσες κάθε έτος, μία από τα παλιά και μία από τα νέα κράτη μέλη. Σήμερα όμως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ο αρμόδιος Επίτροπος κ. Φίνγκελ, ανταποκρίθηκε στο αίτημα μας υποβάλλοντας τον περασμένο Μάιο μία νέα νομοθετική πρόταση η οποία αναθεωρεί το υπάρχον καθεστώς. Η πρόταση αυτή, η οποία συζητείται αυτόν τον καιρό στην Επιτροπή Πολιτισμού και Παιδείας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, έρχεται να δώσει απαντήσεις σε μια σειρά από αδυναμίες του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου και ιδίως όσον αφορά: - τον ανταγωνισμό μεταξύ των πόλεων - το ρόλο της κριτικής επιτροπής - την παρακολούθηση της προετοιμασίας του προγράμματος της πόλης από επιτροπή εμπειρογνωμόνων - την ευρωπαϊκή διάσταση του προγράμματος - και το χρονοδιάγραμμα της διαδικασίας. Όσον αφορά, πρώτα απ'όλα, τον τρόπο επιλογής, τα κράτη μέλη διοργανώνουν διαγωνισμό σε εθνικό επίπεδο μεταξύ των ενδιαφερόμενων πόλεων. Η ύπαρξη του διαγωνισμού αυτού θα δημιουργήσει άμιλλα μεταξύ των πόλεων και θα προσδώσει μεγαλύτερη προβολή στο θεσμό. Η ελπίδα μας είναι να κινητοποιηθούν όσες περισσότερες πόλεις γίνεται και να συμμετάσχουν στους διαγωνισμούς αυτούς προτείνοντας πρωτότυπα και ρεαλιστικά προγράμματα με ευρωπαϊκή διάσταση . Όπως ισχύει και σήμερα, το κράτος μέλος θα προτείνει τελικά μια υποψηφιότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η τελική απόφαση θα λαμβάνεται από το Συμβούλιο κατόπιν εισήγησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η οποία θα λαμβάνει υπόψη τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Το κράτος μέλος θα πρέπει ωστόσο να λάβει υπόψη του τη γνωμοδότηση μεικτής επιτροπής, η οποία καταρτίζει κατάλογο των προεπιλεγόμενων υποψηφίων πόλεων, στη συνέχεια εκπονεί έκθεση αξιολόγησης των προγραμμάτων των προεπιλεγέντων υποψηφίων και τελικά προτείνει την υποψηφιότητα μιας πόλης. Ο ρόλος της μεικτής αυτής επιτροπής, η οποία αποτελείται από 7 εμπειρογνώμονες που διορίζονται από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα και 6 εμπειρογνώμονες που διορίζονται από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, θα έχει έναν πολύ πιο ουσιαστικό ρόλο από τη σημερινή κριτική επιτροπή, της οποίας η έκθεση δεν έχει πρακτικά καμιά αξία εφόσον συνήθως υπάρχει μία μόνο υποψηφιότητα. Μία καινοτομία της πρότασης της Κομισιόν είναι η σύσταση μίας «ευρωπαϊκής επιτροπής παρακολούθησης» για όλο το διάστημα από την ανακήρυξη της πολιτιστικής πρωτεύουσας έως την έναρξη της εκδήλωσης. Η επιτροπή εστιάζει στην ευρωπαϊκή διάσταση του προγράμματος και συνεισφέρει, όταν χρειάζεται, στην εξασφάλιση της ευρωπαϊκής προστιθέμενης αξίας του προγράμματος. Η επιτροπή αυτή καταρτίζει μία ενδιάμεση έκθεση παρακολούθησης σχετικά με την εξέλιξη των προετοιμασιών για την εκδήλωση και στη συνέχεια, λίγους πριν την έναρξη των εκδηλώσεων, εκδίδει την τελική έκθεση παρακολούθησης. Βάσει της έκθεσης αυτής, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να απονείμει έπαθλο στις ανακηρυχθείσα πόλη με την προϋπόθεση ότι οι αρχές της τήρησαν τις δεσμεύσεις που ανέλαβαν κατά τη φάση επιλογής και ανταποκρίθηκαν επαρκώς στις συστάσεις που διατύπωσαν οι επιτροπές κατά τη φάση επιλογής και παρακολούθησης. Το έπαθλο αυτό, το οποίο θα απονέμεται πριν από την έναρξη των εκδηλώσεων, δεν αποτελεί μόνο μια τιμητική επιβράβευση, αλλά και μια χρηματική ανταμοιβή η οποία θα συμβάλει στον προϋπολογισμό της πολιτιστικής πρωτεύουσας. Εδώ πρέπει να αναφέρω ότι η επιχορήγηση των πολιτιστικών πρωτευουσών πρόκειται να αυξηθεί στο τριπλάσιο, κάτι το οποίο αποτελεί επίσης παλαιό αίτημα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Το ζητούμενο όμως εδώ είναι η επιχορήγηση να δίνεται εγκαίρως στις πόλεις έτσι ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν ως ένα βαθμό στα μεγάλα έξοδα τους. Όσον αφορά, τέλος, τα κριτήρια επιλογής, τα πολιτιστικά προγράμματα θα πρέπει να έχουν ευρωπαϊκή διάσταση και να είναι επωφελή και ενδιαφέροντα για του πολίτες. Θα πρέπει δηλαδή: α) να προωθούν τη συνεργασία πολιτιστικών φορέων, καλλιτεχνών και πόλεων από άλλα κράτη μέλη β) να προβάλλουν τον πλούτο της πολιτιστικής ποικιλομορφίας της Ευρώπης, γ) να φέρνουν στο προσκήνιο τις κοινές πλευρές των ευρωπαϊκών πολιτισμών. δ) να κινούν το ενδιαφέρον των κατοίκων της πόλης και των περιχώρων της καθώς και πολιτών από το εξωτερικό, β) να είναι βιώσιμα και να αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της μακροπρόθεσμης πολιτιστικής ανάπτυξης της πόλης. Πρέπει, ωστόσο να τονιστεί, ότι τα παραπάνω κριτήρια, τα οποία αναφέρονται στην πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θα πρέπει να εξειδικευθούν ακόμα περισσότερο. *** Κυρίες και Κύριοι, Η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που μόλις σας περιέγραψα σε αδρές γραμμές, ανταποκρίνεται σε μεγάλο βαθμό στα αιτήματα που είχε διατυπώσει το Κοινοβούλιο με την έκθεση Ροκάρ κατά την προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο. Η συζήτηση πάνω στην πρόταση αυτή έχει μόλις ξεκινήσει στην Επιτροπή Πολιτισμού και Παιδείας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Στην τελευταία συνεδρίαση μας είχαμε μια πρώτη γόνιμη ανταλλαγή απόψεων με την εισηγήτρια μας, την κ. Prets. Η επιτροπή μας, πιστή στο ιδεώδες θα φροντίσουμε με κατάλληλες τροπολογίες να βελτιώσουμε ακόμη περισσότερο την πρόταση της Κομισιόν για να καταστήσουμε το θεσμό των πολιτιστικών πρωτευουσών ακόμη πιο διαφανή, πιο δημιουργικό, πιο ευρωπαϊκό και πιο κοντά στον πολίτη. Στην προσπάθεια μας αυτή είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε και τις προτάσεις όλων των φορέων οι οποίοι μέσω της εμπειρίας τους και της εξειδίκευσης τους μπορούν να συμβάλουν με δημιουργικές ιδέες στη βελτίωση του θεσμού των πολιτιστικών πρωτευουσών. Σας ευχαριστώ.